έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… … Dictionary of Greek
μεσεντέριος — α. ο 1. χαρακτηρισμός ανατομικού σχηματισμού που σχετίζεται με το μεσεντέριο («μεσεντέριες αρτηρίες») 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. μεσεντέριο … Dictionary of Greek
μεσεντερικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μεσεντέριο ή αυτός που έχει σχέση με το μεσεντέριο 2. (συγκρ. ανατ.) χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών στοιχείων τού εσωτερικού τού σώματος στα ανθόζωα (α. «μεσεντερικά διαφράγματα» β. «μεσεντερικά… … Dictionary of Greek
περιτόναιο — Ορογόνος μεμβράνη, που καλύπτει την κοιλιακή κοιλότητα και μεγάλο μέρος των περιεχομένων σ’ αυτήν οργάνων επειδή αποτελείται από ένα μοναδικό φύλλο, όταν αναδιπλώνεται από τα τοιχώματα της κοιλιακής κοιλότητας προς τα διάφορα όργανα κι όταν περνά … Dictionary of Greek
βατραχόψαρο — Ψάρι τελεόστεο, γνωστό επιστημονικά ως λοφίας οαλιεύς (lophius piscatorius). Το μεγάλο κεφάλι του και το μπροστινό μέρος του σώματός του είναι πεπλατυσμένα, γι’ αυτό πολύ λίγο προεξέχει από την επιφάνεια του αμμώδους ή λασπώδους βυθού, στον οποίο … Dictionary of Greek
μεσάραιον — μεσάραιον, τό (ΑM) το μεσεντέριο … Dictionary of Greek
μεσέντερο — το (Α μεσέντερον) νεοελλ. 1. ζωολ. στομαχικός θύλακος τού εμβρύου τών εντόμων ο οποίος στα ενήλικα άτομα γίνεται το επιθήλιο τής κοιλιάς αρχ. το μεσεντέριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ἔντερον] … Dictionary of Greek
μεσαραϊκός — μεσαραϊκός, ή, όν (Μ) [μεσάραιον] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή βρίσκεται στο μεσεντέριο … Dictionary of Greek
μεσογάστριο — Το πλατύ αρχέγονο μεσεντέριο, που περικλείει τον εντερικό σωλήνα (από τον οποίο αναπτύσσεται το στομάχι), στο έμβρυο. Από το μ. σχηματίζεται το μείζον επίπλουν και διαπλάθεται στο εσωτερικό του ο σπλήνας. Η ίδια ονομασία χρησιμοποιείται και για… … Dictionary of Greek
ομφαλομεσεντερικός — ή, ό ομφαλομεσεντέριος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. omphalomesenteric < ομφαλός + μεσέντερο / μεσεντέριο] … Dictionary of Greek