μεσεντέριο

μεσεντέριο
το (Α μεσεντέριον)
πτυχές τού περιτοναίου οι οποίες συνάπτουν διάφορα μέρη τού εντερικού σωλήνα στα τοιχώματα τής κοιλιάς
νεοελλ.
βιολ. α) διπλή εκπτύχωση τής σπλαγχνοπλευράς στα κοιλωματικά μετάζωα, με την οποία συγκρατείται ο πεπτικός σωλήνας στο ραχιαίο τοίχωμα τής περισπλαγχνικής κοιλότητας
β) το τμήμα τού περιτοναίου τών σπονδυλοζώων που περιβάλλει και συγκρατεί το λεπτό έντερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. ενός αμάρτυρου αρχ. επιθ. *μεσεντέριος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… …   Dictionary of Greek

  • μεσεντέριος — α. ο 1. χαρακτηρισμός ανατομικού σχηματισμού που σχετίζεται με το μεσεντέριο («μεσεντέριες αρτηρίες») 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. μεσεντέριο …   Dictionary of Greek

  • μεσεντερικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μεσεντέριο ή αυτός που έχει σχέση με το μεσεντέριο 2. (συγκρ. ανατ.) χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών στοιχείων τού εσωτερικού τού σώματος στα ανθόζωα (α. «μεσεντερικά διαφράγματα» β. «μεσεντερικά… …   Dictionary of Greek

  • περιτόναιο — Ορογόνος μεμβράνη, που καλύπτει την κοιλιακή κοιλότητα και μεγάλο μέρος των περιεχομένων σ’ αυτήν οργάνων επειδή αποτελείται από ένα μοναδικό φύλλο, όταν αναδιπλώνεται από τα τοιχώματα της κοιλιακής κοιλότητας προς τα διάφορα όργανα κι όταν περνά …   Dictionary of Greek

  • βατραχόψαρο — Ψάρι τελεόστεο, γνωστό επιστημονικά ως λοφίας οαλιεύς (lophius piscatorius). Το μεγάλο κεφάλι του και το μπροστινό μέρος του σώματός του είναι πεπλατυσμένα, γι’ αυτό πολύ λίγο προεξέχει από την επιφάνεια του αμμώδους ή λασπώδους βυθού, στον οποίο …   Dictionary of Greek

  • μεσάραιον — μεσάραιον, τό (ΑM) το μεσεντέριο …   Dictionary of Greek

  • μεσέντερο — το (Α μεσέντερον) νεοελλ. 1. ζωολ. στομαχικός θύλακος τού εμβρύου τών εντόμων ο οποίος στα ενήλικα άτομα γίνεται το επιθήλιο τής κοιλιάς αρχ. το μεσεντέριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ἔντερον] …   Dictionary of Greek

  • μεσαραϊκός — μεσαραϊκός, ή, όν (Μ) [μεσάραιον] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή βρίσκεται στο μεσεντέριο …   Dictionary of Greek

  • μεσογάστριο — Το πλατύ αρχέγονο μεσεντέριο, που περικλείει τον εντερικό σωλήνα (από τον οποίο αναπτύσσεται το στομάχι), στο έμβρυο. Από το μ. σχηματίζεται το μείζον επίπλουν και διαπλάθεται στο εσωτερικό του ο σπλήνας. Η ίδια ονομασία χρησιμοποιείται και για… …   Dictionary of Greek

  • ομφαλομεσεντερικός — ή, ό ομφαλομεσεντέριος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. omphalomesenteric < ομφαλός + μεσέντερο / μεσεντέριο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”